επικατασπώ

επικατασπώ
ἐπικατασπῶ, -άω (Α)
1. τραβώ, σύρω προς τα κάτω κατόπιν
2. παθ. ἐπικατασπῶμαι, -άομαι
σύρομαι μέσα κατόπιν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κατασπώ «σύρω δυνατά»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σπάω — σπῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. βλ. σπάζω μσν. αρχ. 1. ανασπώ, βγάζω από τη θήκη (α. «ξίφος σπάσαντα», Ευρ. β. «φάσγανον σπάσας χερί», Ευρ.) 2. προκαλώ συστροφή ή σπασμό αρχ. 1. τραβώ προς το μέρος μου και αποσπώ, κόβω («σπασάμην ῥῶπάς τε λύγους τε», Ομ. Οδ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”